CLICK HERE FOR BLOGGER TEMPLATES AND MYSPACE LAYOUTS »


ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


Αυτοί που σας κλέψαν το βιβλίο
που είταν τυλιγμένο στις φασκιές σας,
σας μέμφονται που εμείνατ’ αγράμματοι.
Εσείς,
στο ρείθρο καθισμένοι του δρόμου
ή στον τόρνο,
με τα μουτζουρωμένα πιάνετε τα χέρια
και κόβετε μπουκιές να φάτε το ψωμί σας,
δίνοντάς τους και πάλι αφορμή για να σας ψέξουν
πως αγνοείτε τους λεπτούς εκείνους τρόπους
που επιτάσσει το να τρως το φαγητό σου
καθιστός στο τραπέζι.


BERTOLT BRECHT


ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΝΕΙ, ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ


Σπίτι του όποιος μένει, όταν αρχίζει ο αγώνας
κι αφήνει άλλους για την υπόθεσή του να παλέψουν,
πρέπει να ξέρει (για νά ’ναι προετοιμασμένος) ότι
όποιος δεν επήρε μέρος στον αγώνα
την ήττα αναγκαστικά θα μοιραστεί στο τέλος.
Και κάτι άλλο: ουδέποτε εν τέλει
αποφεύγει τον αγώνα
όποιος θέλει τον αγώνα ν’ αποφύγει –
καθώς
για του εχθρού του την υπόθεση θά ’χει παλέψει
όποιος για τη δική του δεν επάλεψε υπόθεση.


BERTOLT BRECHT



Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΕΣΕΝΑ


Τα χιλιόμετρα
απέκτησαν πόδια
τα εφτά μίλια
μπότες φόρεσαν
Οι μπότες όλες τρέχουν
προς εσένα

Θέλω ξωπίσω τους να τρέξω
μα να που η καρδιά μου σκοντάφτει
πάνω στο σκαλιστό μου μπαστούνι
και χοροπηδά
και χοροπηδά ξέπνοη
σ’ όλο το δρόμο ώσπου να σε φτάσει

Μετά από κάθε σάλτο
στην πραγματικότητα πέφτει απάνω
(έτσι κι εγώ κάθε τόσο
έπεφτα σχεδόν
στον κήπο σου
στην προσπάθεια τα σκαλιά σου ν’ ανέβω)

Κάθε φορά που πέφτει
χτύπο αναδίνει
όμοιο με αυτόν του μπαστουνιού πάνω στη σκάλα
Ακούς το χτύπο του;
Ακούς την καρδιά μου που χτυπάει
δυνατότερα κι από αυτό ακόμα το μπαστούνι;


ERICH FRIED



ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ


Τα ουράνια τα μεταξωτά τα χιλιοπλουμισμένα

που ’ναι με μάλαμα από φως κι ασήμι δουλεμένα,
τα γαλάζια τα διάφανα και τα βαθιά βαμμένα
με φως, με νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τά ’χα ωστόσο,
θά ’θελακάτω απ’ τα δυό σου πόδια να τ’ απλώσω.
Μα είμαι φτωχζός και δεμ κατέχω τι άλλο απ’ τα όνειρά μου,
για να διαβαίνεις τα’ άπλωσα, στα πόδια σου, Κυρά μου.
Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου.



WILLIAM BUTLER YEATS


ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ


Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.

Πετούν και μας καλούν
με τις κραυγές τους
απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.

Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.

Θα ’ρθεί μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ’ τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.


Κατ' ουσίαν πρόκειται για μετάφραση ενός ρωσσικού τραγουδιού. Στα ελληνικά το είχε τραγουδήσει η Μαργαρίτα Ζορμπαλά.


ΛΗΘΗ


Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. 'Οντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουππο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νά ’ναι

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση~
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
ά στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

'Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.


ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ


ΕΛΕΓΕΙΑ

(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.)

ΘΕΛΩ κλαίγοντας νά ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.

Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες

μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.

Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.

Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.

Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.

Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.

Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.

Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.

Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.

Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.

Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου

αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.

Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.

Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.

Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.



Μετάφραση: Γιώργος Μίχος.
MIGUEL HERNÁNDEZ



ΩΔΗ

Να με, εδώ πέρα στους σπιθόβολους βράχους.
Ανάλαφρη πνοή
Του νέου καλοκαιριού απ’ τη γη ανεβαίνει
Σαν το ζεστόν αχνόν ωραίου δείπνου.
Στη σιγή συνηθίζω την καρδιά μου.
Δεν είναι, αλήθεια, δύσκολο πολύ –
Εδώ συνάζονται ξανά τα όσα διασκορπίστηκαν,
Γερμένο το κεφάλι, και τα χέρια
Αφήνονται ευπειθή.

Δεν είναι των οροσειρών η χαίτη –
Είναι το φέγγος του μετώπου σου
Που αντανακλούν όλα τα φύλλα.
Τον άνεμο βλέπω ν’ ανεμίζει
Το φόρεμά σου.
Και κάτω απ’ τα εύθραυστα φυλλώματα
Βλέπω την κόμη σου να γέρνει
Και ν’ αναβρύζουν τα γλυκά σου στήθη,
Κι όπως ο Ζίνβα ο ποταμός κυλά
Βλέπω ν’ αναπηδά
Πάνω σε βότσαλα λευκά και στρογγυλά
Στ’ άσπρα σου δόντια το φαντασμαγορικό χαμόγελό σου.

ΑΤΤΙΛΑ ΓΙΟΖΕΦ


Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.

Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε σ' τό 'χω πει ακόμα.

Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος


ΤΟ ΑΠΟΒΡΟΧΟ

Tη νύχτ' απόψε ― η θλίψη της μ' ανάστησε η τρανή,
τη θλίψι μας σα να είχε μελετήση―
τη νύχτ' απόψε ανοίξανε οι έβδομοι ουρανοί
και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση.

Στα σκοτεινά εξεχείλισαν των θλίψεων οι πηγές
και χύθηκαν οι κρατημένοι οι θρήνοι
κ' ελπίδα πια δεν έμεινε για νέες πάλι αυγές
τη νύχτα, που είπες η στερνή πως θα είχε μείνη.

Mα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή
και στη δροσιά του απόβροχου λουσμένη
σα θάμα νέο πεντοβολά κι αναγαλλιάζ' η γη,
όσ' ο χρυσός ο θρίαμβος του Ήλιου προβαίνει.

Στο μυριοθορυβούμενο κ' ηλιόβολο γιαλό
οι ναύτες τα πανιά των πλοίων ανοίγουν
και ιδές! φαντάζουν τ' άρμενα στο κύμα το ψηλό
πως πρίμα καρτερούνε τον καιρό να φύγουν.

Πώς μας πλανεύει το όνειρο της ευτυχίας ξανά
σαν να ήταν μια φορά να μας γελάση!
σε νέα ταξείδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά
τα κύματα, που ως να ήπιαν φως κ' έχουν χορτάση.

Kι αν τα κρατούνε οι άγκυρες τ' άρμενα εκεί στη γης
κι αν τα τιμόνια στη στεριά βγαλμένα,
κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής
κι ανατριχιάζουν τα φτερά τα διπλωμένα.

K' ήρθε κ' εστάθη η μια ψυχή σ' απόψηλη κορφή
και τις ζυγές φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας που τις λάβωσε ― ψυχή, πικρή αδερφή!
τ' αστροπελέκι το παλιό και το χαλάζι.


Από το βιβλίο: Ιωάννης Γρυπάρης, «Σκαραβαίοι και τερρακότες», Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, [1919].


Βαθιά, τὴ νύχτα

Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,
τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀκούσματα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.
Βλέπει τῶν κάστρων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.

Γεώργιος Δροσίνης


Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια

Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πάνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.

Γεώργιος Δροσίνης


Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!

Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.

Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.

Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!


Γεώργιος Δροσίνης


Ὁ βιολιστής

Ἦταν ἕνας βιολιστὴς μὲ παρδαλὰ ροῦχα καὶ μὲ ὑψηλὸ σκοῦφο. Στὸ λαιμό του κρατοῦσε σφιγμένο τὸ βιολί του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ δοξάρι. Κουρδιζόταν κι ἔπαιζε σὰν ἀληθινὸς βιολιστής. Κι ὅμως δὲν ἦταν ἀληθινός. Ἦταν ἀπὸ ξύλο. Ἀπὸ ἕνα πολὺ σπάνιο ὅμως ξύλο: τὸ ξύλο τῆς Ἀγάπης. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ ξύλο κι ἀπὸ τί δένδρο κόβεται δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς κάθε τί τὸ καμωμένο ἀπὸ τέτοιο ξύλο μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση σὰν ζωντανὸς ἄνθρωπος. Ὁ βιολιστὴς ἅμα ἦρθε στὸν κόσμο ἐτυλίχθηκε μέσα σὲ χαρτί, ἐκλείσθηκε σὲ χονδρὸ κουτὶ κι ἐστάλη σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ γιὰ νὰ πουληθῆ σὰν νὰ ἦταν σκλάβος ὁ κακόμοιρος. Ὁ ἔμπορος τὸν ἔβαλε στὴν βιτρίνα. Ἐκεῖ τὸν ἔβλεπαν οἱ διαβάτες καὶ ἔβλεπε κι αὐτός, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ὅτι ἦταν κρυμμένη ζωὴ στὸ ἄψυχο ξύλο. Ὁ ἔμπορος κάποτε τὸν ἐκούρδιζε καὶ τότε πιὰ μαζευόταν κόσμος πολύς, πρὸ πάντων παιδιά, κι ἄκουαν μὲ θαυμασμὸ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ βιολιοῦ του. Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν καρδιά. Ὅλο ἐνόμιζαν πὼς ὁ τεχνίτης εἶχε ἐπιτύχει τὴν μηχανή του. Δὲν ἤξεραν πὼς μέσα στὸ ἄψυχο ξύλο ἦταν κρυμμένη ζωή. Δὲν φαντάζονταν πὼς μόλις κουρδιζόταν ἡ μηχανὴ ὁ βιολιστὴς ἔπαιζε τὸ βιολί του μόνος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε μέσα του. Ἀλλὰ δὲν ἔπαιζε γιὰ κείνους ποὺ μαζεύονταν κι ἔχασκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βιτρίνα. Οὔτε τοὺς λογάριαζε οὔτε τὸν ἔμελλε. Ἔπαιζε μονάχα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι ἡ ἀγάπη του ἦταν μία ὡραία κούκλα ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, λυγερή, ξεχωριστὴ στὴ χάρη, μὲ κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη ἀντίκρυ του στὴν ἴδια βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ. Ὁ βιολιστὴς αὐτὴν ἀντίκρυσε πρώτη ἅμα βγῆκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ χονδρὸ κουτί του καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐχάρισε ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μέσα του. Ἄλλος κόσμος δὲν ὑπῆρχε ἐκτὸς τῆς κούκλας. Ἐζοῦσε πιὰ γι᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ κι ἐκείνη βέβαια τὸν ἀγαποῦσε. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, τότε γιατί δὲν ξεκολλοῦσε τὰ μάτια της ἀπὸ πάνω του, τὰ φωτερά της ἐκεῖνα μάτια ποὺ τὸν ἔκαιαν; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε γιατί δὲν ἐγύριζε κἂν νὰ ἰδῆ ἕναν ξανθὸ ἀξιωματικὸ ποὺ ἐπάνω στὸ ξύλινο ἄλογό του καθισμένος εἶχε γυρισμένο τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβαλε ἐκεῖ ὁ ἔμπορος; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, γιατί χαμογελοῦσε ἀπὸ εὐχαρίστηση ὅταν ἔπαιζε τὸ βιολί του, σὰν νὰ καταλάβαινε πὼς μόνο γι᾿ αὐτὴν ἔπαιζε; Τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἀγαποῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν φανερὰ σημάδια. Ὁ βιολιστὴς ἕνα φόβο εἶχε μέσα στὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης του: μήπως τοὺς χωρίσουν. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ζήση χωρὶς αὐτή; Καὶ τί τὴν ἤθελε τὴ ζωή; Μὰ ἡ τύχη ποὺ προστατεύει ὅλους τοὺς ἐρωτευμένους δὲν ἄφησε ἀπροστάτευτο καὶ τὸν ξύλινο βιολιστή. Μιὰ μέρα, ἐνῶ ἔπαιζε μὲ ὄρεξη τὸ βιολί του, ἐπερνοῦσαν ἀπ᾿ ἔξω ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καὶ μία μεσόκοπη κυρία. -Τί ὡραῖα ποὺ παίζει αὐτός!, εἶπε ὁ κύριος. Μοὔρχεται νὰ τὸν ἀγοράσω τοῦ ἀνεψιοῦ μου. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κυρία ἐκύτταξε τὴν κούκλα. - Καὶ τί ὡραία ποὺ εἶναι κι αὐτή! Θὰ τὴν πάρω κι ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου. Γιὰ μία στιγμή, ὁ βιολιστὴς ἐνόμισε πὼς θὰ χωριζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του καὶ τουρχόταν νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἐνῶ ὅμως τὸν ἐτύλιγε ὁ ἔμπορος στὸ χαρτί, κατάλαβε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς κυρίας ὅτι ὁ ἀνεψιὸς καὶ ἡ ἀνεψιὰ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ βρισκόταν πάλι κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του κούκλα. Ἔκαμε ὑπομονή, μὰ καὶ οἱ δυὸ μέρες, ποὺ ἔμεινε φυλακισμένος μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ ντουλάπι, τοῦ φάνηκαν χρόνοι ἀτέλειωτοι. Συλλογιζόταν τί θὰ γινόταν μόνη ἡ ἀγαπημένη του, πὼς θὰ τὸν ἀναζητοῦσε, πὼς θὰ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιὰ καὶ θὰ σπαραζόταν ἀπὸ ἀπελπισία. Κι ὁ καϋμένος ὁ βιολιστὴς ἐδάκρυζε τόσο πολὺ καὶ τόσο συχνά, ὥστε ὅταν τὸν ἐξετύλιξαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶχαν ξεβάψει τὰ μάτια του. Βρέθηκε μέσα σὲ μιὰ σάλα φωτισμένη καὶ γεμάτη κόσμο. Τί τὸν ἔμελλε γιὰ τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ χαρῇ. Τοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του. Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Τί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Τὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο. Ὁ βιολιστὴς ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Χωρὶς νὰ συλλογισθῆ τί κάνει, ἅρπαξε τὸ ξύλινο σπαθὶ ἀπὸ τὴ μέση τοῦ ἀξιωματικοῦ κι ἐπέρασε τὰ ἄπιστα στήθη τῆς κούκλας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου μὲ αἷμα. Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω... - Τί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή. Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσε κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ πίτουρα... πίτουρα! Τὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...

Γεώργιος Δροσίνης



Ταύτισις


Άγνωστη Γή τής Αλήθειας γυρεύω νά σέ βρω
Νά δώ τήν Αρμονία καί τήν Αιώνια Άνοιξιν
Τό βαλτωμένο μου δέλτα ν' αφήσω πίσω καί νά ξεχυθώ
στή μεγάλη Μητέρα Θάλασσα

Επικούριε Ήλιε, Τρισμέγιστε, κάνε τήν Ψυχή μου ζηλευτή θράκα όπου θά ετοιμάζονται τά εκλεκτότερα τών εδεσμάτων

Σάν Ίκαρος λαβωμένος ξεχύνομαι στό κενό καί πέφτοντας θρηνώ
μέ κλάμμα μανιασμένο τήν Ζωήν πού αλόγιστα σκορπιέται

Νεφελωμάτων οικία κατέστη τό μυαλό μου. Όμως,
πώς νά αποφύγω τήν μεγάλην ήττα;

Τά πατρικά ξόανα έχουν, πια, καεί καί μου γνέφουν
νά τά συντροφεύσω στήν τέφρα τους
Από τήν ίδιαν ουσία γινήκαμε καί οι δυο
Οφείλει, λοιπόν, η Φύσις νά μάς θάψει στόν ίδιο, ροδόπλεχτο, Τύμβο.

Σύ, ψυχολυτρούσα Φιλότητα, χάρισέ μας, έστω τήν τελευταίαν ώρα, έναν χορόν, αποχαιρετιστήριο στό σκότος καί τήν έρημο πού απλωθηκε
γύρω καί μέσα μας.


Περικλής
Κελίδης


Αργοπεθαίνει


«Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε ημέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλά σε όποιον δεν γνωρίζει.


Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο από το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει την βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.



Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις ημέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.



Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.


Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής».

Π.Νερούδα


Υμνος στο Δία


Έ συ, αρχηγέ της φύσης! Τιμημένε και πολυκράτη.
Με τα πολλά ονόματα στον εσπερινό και στον όρθρο.
Ύπατε και τιμητή στις φρουρές και στα κάστρα του χρόνου.
Και ισχυρέ δήμαρχε των συνελεύσεων της Αγοράς.
Που κυβερνάς με το δίκιο το άγιο, και τον ίσιο νόμο,
χαίρε!
Στρατηγέ και δορυκτήτορα.
Ζώνεσαι τα αμφίστομα ξίφη στον τελαμώνα,
και πολεμάς τους απελάτες στα σύνορα. Πέρα μακρυά,
στα μαγνητικά πεδία και τις ατλαντικές βαρύτητες.
Καμαρώνω τη δύναμη και τα γκέμια σου.
Κρατάς τις πληγές του κεραυνού στο χέρι,
όπως ο καπετάνιος το δοιάκι του καραβιού.
Ανοίγεις το δρόμο δύσκολα μέσα από την αλαλησιά
της ακοσμίας. Αναμεριάζοντας τον πανικό του χάους.
Και κυβερνάς στη γραμμή του κράτει.
το πλοίο των άστρων και το ποτάμι του σύμπαντος.
Έχεις υπουργό το Βοριά. Ξεπαστρευτή και Νυκτέλιο
για τους σήψαιμους, και για τους θράσιους.
Έχεις και του θρόνου σου σύμβουλο το δαδούχο τον Ήλιο.
Αγνέ αθλητή του δέκαθλου και του φωτός.
Φιλιώνεις το νερό και τη φάγουσα φλόγα.
Πλέκεις στεφάνι στο ανώφλι της αυγής από αστραπή κι από νύχτα.
Κι όλα τ’ αγκαλιάζει η στοργική μοναξιά σου.
περιστέρια και φίδια, καρπούς και ηφαίστεια,
και νησιά και ίσκιους, το αχ και το δυάσμο.
Μόνο οι μωροί μη σε νιώθουν,
οι άδικοι, και οι ταγμένοι του φθόνου.
Ποτέ δε σε φτάνει η γκρεμισμένη ματιά τους,
η μολεμένη ανάσα τους, των χεριών τους οι κάκτοι,
ο αραχνεώνας του νου τους.
Εσένα οι αμίαντοι καλοδέχουνται ξένο. Σιωπηλοί
όταν πίνουν το στόμα της θάλασσας,
και τρώνε μαζί με τους μήνες.
Αγγίζουν τη χλαμύδα σου στο σβήσιμο της αστραπής.
Και το χέρι τους, πετρωμένο ελάφι, σε δείχνει.
Γνώριμε άγνωστε.

Αυτός είναι ο "Υμνος στο Δία", αποδίδεται στον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Κλεάνθη, σε ελεύθερη απόδοση του Δημήτρη Λιαντίνη.
(στο προλόγισμα από τις "Ωρες των Άστρων")


Ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο

Πάρε αυτό το φιλί στο μέτωπο!

Και, το χώρισμα από εσάς τώρα,
Έτσι, πολύ θα ήθελα να ομολογήσω
Δεν είναι λάθος, οποίοι θεωρούν
ότι η ημέρα μου ήταν ένα όνειρο.
Ωστόσο, αν ελπίδα έχει πετάξει μακριά
Σε μια νύχτα, ή σε μια μέρα,
Σε ένα όραμα, ή σε κανένα,
Έχει, συνεπώς, το λιγότερο χαθεί;
Όλα αυτά που βλέπουμε ή φαίνονται
Δεν είναι παρά, ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο.

Στέκομαι μέσα στο βουητό
Μιας ακτής βασανισμένης από τα κύματα,
Και έχω μέσα μου το χέρι
Κόκκους από την χρυσή άμμο -
Πόσους λίγους! Κιόμως πως κυλάνε
Μέσα από τα δάχτυλά μου,
Ενώ εγώ κλαίω - ενώ εγώ κλαίω!
Ω Θεέ μου! δεν μπορώ να τους αδράξω
Με ένα πιο δυνατό σφιχταγγάλιασμα;
Ω Θεέ μου! δεν μπορώ να σώσω
Έναν από το ανελέητο κύμα;
Είναι όλα αυτά που βλέπουμε ή φαίνονται
Τίποτα άλλο από ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο;

Ε.Α Πόε


Νέλσον, δική μου αληθινή αγάπη. Είμαι πεθαμένη στην κούραση, όμως δεν μπορώ να πάω για ύπνο χωρίς να σου γράψω. Ήταν τόσο σκληρό που έφυγα, μισή ώρα αφότου ένιωσα ότι μ’ αγαπάς ακόμα. Είναι τόσο πικρό να σκέφτομαι ότι θα τα κατάφερνα να μείνω πολύ περισσότερο, αν είχα σκεφτεί ότι ίσως να μ’ αγαπούσες ακόμα. Έχω ανάγκη να σου μιλήσω, είναι το μόνο είδος γαλήνης που μπορώ να ονειρευτώ απόψε. Έκλαιγα και σου μιλούσα σ’ ολόκληρο το ταξίδι με το τρένο και το ταξί και στη διάρκεια ολόκληρης της πτήσης με το αεροπλάνο. Ξέρω πως δε σ’ αρέσουν τα λόγια, όμως για μια φορά άφησέ με να σου μιλήσω και μη φοβηθείς πολύ αν κλάψω. Σ’ εκείνη την «εισαγωγή» που μ’ έβαλες να διαβάσω χτες, ο Τόμας Μαν λέει ότι πριν από κάθε κρίση ο Ντοστογέφσκι είχε μερικά δευτερόλεπτα έκστασης που άξιζαν δέκα χρόνια ζωής. Είναι σίγουρο ότι μερικές φορές έχεις τη δύναμη να μου προκαλείς, μέσα σε λίγα λεπτά, έναν πυρετό που αξίζει όσο δέκα χρόνια υγείας. Επειδή η βρόμικη καρδιά σου είναι βαθιά και ζεστή, αλλά όχι τόσο πυρετώδης όσο η δική μου, ίσως να μην μπορείς να νιώσεις τι σοκ υπήρξε για μένα το δώρο της αγάπης που μου ξαναχάρισες, πριν από λίγες ώρες. Με αρρώστησε σωματικά. Σου γράφω για ν’ αγωνιστώ ενάντια σ’ αυτή την αρρώστια. Έτσι, συγχώρεσέ με αν αυτό το γράμμα σού φανεί ανόητο, πρέπει να κάνω κάτι για να βγω απ΄αυτή την κατάσταση. Άλλωστε πολλές φορές ήθελα να σου πω, να σου ξαναπώ, πώς αισθάνομαι για σένα και για μένα. Πάντα αισθανόμουν ένοχη απέναντί σου, από την πρώτη κιόλας ημέρα, επειδή, παρόλο που σ’ αγαπούσα τόσο πολύ, μπορούσα να σου δώσω τόσο λίγα. Ξέρω πως με πιστεύεις, ξέρω ότι κατάλαβες όλα όσα σου είπα. Ούτε εσύ θα δεχόσουν ποτέ να έρθεις να μείνεις μόνιμα στη Γαλλία, αν κι εσύ δεν έχεις στις ΗΠΑ το δεσμό που συνδέει εμένα τόσο καθοριστικά με το Παρίσι. Δε θέλω να απολογηθώ και πάλι γι’ αυτό: Δε θα μπορούσα ν΄αφήσω τον Σαρτρ, το γράψιμο και τη Γαλλία. Παραδέχομαι ότι με πιστεύεις όταν σου λέω ότι δε θα μπορούσα. Όμως ξέρω επίσης ότι η κατανόηση των λόγων μου δεν άλλαζε τα δεδομένα: Δε σου έδωσα όλη μου τη ζωή. Σου έδωσα την καρδιά μου και όλα όσα μπορούσα, όμως όχι τη ζωή μου. Δέχτηκα την αγάπη σου και την έκανα μια μακρινή αγάπη-δεν υπάρχει τίποτε που να έχεις πει εσύ και να μην το έχω πει κι εγώ στον εαυτό μου. Αισθανόμουν πάντα ένοχη κι αυτό είναι το πιο πικρό συναίσθημα που ένιωσα ποτέ, επειδή αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο που αγαπώ. Κι όσο σ’ εγκατέλειπα και σ’ έκανα να πονάς, άλλο τόσο πονούσα κι εγώ γι’ αυτό. Και πάντα είχα το φόβο ότι ίσως να σκεφτόσουν πως έπαιρνα όλο το ευχάριστο κομμάτι της αγάπης μας και δε μ’ ένοιαζε για το δυσάρεστο κομμάτι που άφηνα σ’ εσένα. Όμως δεν είναι αλήθεια. Αν απέτυχα να σου δώσω την ευτυχία που θα έπρεπε να δίνει μια αληθινή αγάπη, έκανα και τον εαυτό μου πολύ δυστυχισμένο. Μου έλειπες με όλους τους τρόπους, σε όλες τις στιγμές κι η σκέψη της ενοχής μου και της πιθανής οργής σου εναντίον μου μ’ έκανε συχνά πραγματικό ράκος. Επειδή σου έδινα τόσο λίγα, έβρισκα δικαιολογημένη την απόφασή σου να με βγάλεις από την καρδιά σου. Όμως η σκέψη ότι ήταν δικαιολογημένη, δεν την έκανε λιγότερο σκληρή. Ήταν σκληρό την πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη-ήταν πολύ σκληρό πέρσι. Και πίστεψέ με και πάλι: Αν έκλαψα τόσο πολύ και συμπεριφέρθηκα κάπως ανόητα, αυτό οφειλόταν σε μια πολύ βαθιά πληγή, που δε γιατρεύτηκε ολόκληρο το χρόνο. Ναι, είναι πολύ πικρό να αισθάνεσαι πως δε σ’ αγαπούν όταν η δική σου αγάπη είναι τόσο δυνατή όσο πάντα και η απόρριψη τόσο απροσδόκητη. Ωστόσο, όταν ήρθα να σε δω φέτος, άρχισα να αποδέχομαι αυτό το γεγονός, προσπάθησα να αρκεστώ στη φιλία σου και στη δική μου αγάπη. Αυτό δε μ’ έκανε πολύ ευτυχισμένη, όμως μου φαινόταν ότι μπορούσα να το αντέξω. Απόψε είμαι τρομαγμένη, αληθινά, βαθιά τρομαγμένη, γιατί ακόμα μια φορά θρυμμάτισες όλες μου τις άμυνες. Είπες ότι δε με διώχνεις πια από την καρδιά σου. Έτσι, δεν έχω να πολεμήσω την αδιαφορία σου, δε μου έχουν απομείνει όπλα κανενός είδους, αισθάνομαι ότι μπορεί να πληγωθώ ξανά και ξανά, αν αποφασίσεις και πάλι να με διώξεις, κι απόψε δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτή τη σκέψη. Είμαι θανάσιμα κουρασμένη. Αισθάνομαι εντελώς παραδομένη στα χέρια σου, απόλυτα ανίσχυρη και, για μια φορά, θα σε ικετέψω: Κράτησέ με στην καρδιά σου ή διώξε με, όμως μη μ’ αφήνεις να βασίζομαι στην αγάπη σου για ν’ ανακαλύψω ξαφνικά ότι δεν υπάρχει πια. Δε θέλω να το ξαναπεράσω αυτό, δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτή τη σκέψη. Ωστόσο, δεν είμαι εντελώς ανόητη. Αν συμβεί ν’ αγαπήσεις μια άλλη γυναίκα, δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Όμως εννοώ: Είτε αποφασίσεις να με διώξεις είτε να μη με διώξεις, σκέψου επίσης τι σημαίνει αυτό και για μένα. Σε παρακαλώ, μη μου πάρεις την αγάπη σου, όχι αυτή τη στιγμή. Κράτησέ με στην καρδιά σου ώσπου να ξανασυναντηθούμε. Ας ξανασυναντηθούμε πριν περάσει πολύς καιρός. Και ξέρεις, όπως ξέρω κι εγώ, ότι τελικά θα γίνει όπως αποφασίσεις εσύ κι ότι εγώ δεν πρόκειται να σου δημιουργήσω προβλήματα. Αυτό το γράμμα είναι το πιο τρομερό που θα λάβεις ποτέ από μένα, ξέρεις. Ήθελα μόνο να πω ότι αυτή τη φορά πραγματικά σου ζητώ κάτι. Σου ζητώ να μην προσπαθήσεις να με βγάλεις από την καρδιά σου, να προσπαθήσεις να με κρατήσεις μέσα της. Ήταν πολύ μικρό το διάστημα που περάσαμε μαζί από τη στιγμή που έμαθα ότι μ’ αγαπάς ακόμα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι ήταν μόνο μισή ώρα, πρέπει να διαρκέσει. Θέλω να με ξαναφιλήσεις με αγάπη. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Σ’ αγάπησα για την αγάπη που μου έδωσες και για το μεγάλο, νέο σεξουαλικό πόθο και την ευτυχία που ξύπνησες μέσα μου, όμως κι όταν αυτά τα πράγματα χάθηκαν ή μισοχάθηκαν, η αγάπη μου επιβίωσε πεισματάρικα, επειδή είσαι αυτός που είσαι. Και μόνο επειδή είσαι αυτός που είσαι-ό,τι κι αν μου δίνεις ή δε μου δίνεις-δεν μπορώ παρά να σε κρατήσω στην καρδιά μου για πάντα. Όταν μου φάνηκε πως δεν ήταν εντελώς αδύνατο να γίνει η αγάπη μας και πάλι μια ευτυχισμένη αγάπη, έγινα κομμάτια. Είμαι ένας αξιολύπητος σωρός από θρυμματισμένα κομμάτια. Λοιπόν μη μου θυμώνεις που σου γράφω ένα ανόητο γράμμα. Ήρθα και πάλι εδώ, στο ξενοδοχείο «Λίνκολν», θα προσπαθήσω να κοιμηθώ. Φοβάμαι τη νύχτα. Ποτέ δε θέλησα κάτι τόσο πολύ, σ’ ολόκληρη τη ζωή μου, όσο το να σε ξαναδώ.

Simone de Beauvoir
“Ένας υπερατλαντικός έρωτας Επιστολές στον Νέλσον Όλγκριν”


Αγαπημένε μου Μπόζυ, ύστερα από μακρόχρονη και άκαρπη αναμονή, αποφάσισα να σου γράψω πρώτος, τόσο για δικό σου καλό όσο και για δικό μου, γιατί δε θα ‘θελα να μείνω με τη σκέψη πως πέρασαν δύο ατέλειωτα χρόνια φυλακισμένος, χωρίς να πάρω ποτέ ούτε μια λέξη σου, ούτε νέα, ούτε μήνυμα καν, εκτός από κείνα που με πλήγωσαν βαθιά. Η κακότυχη, η αξιοθρήνητη φιλία μας τελείωσε με την καταστροφή και τη δημόσια ατίμωση για μένα, κι ωστόσο, η θύμηση της παλιάς μας στοργής συχνά με συντροφεύει και η σκέψη πως το μίσος, η πικρία και η περιφρόνηση θα μπορούσαν να πάρουν για πάντα τη θέση που κρατούσε κάποτε στην καρδιά μου η αγάπη, μου φέρνει τόση θλίψη. Και συ νομίζω θα νιώσεις στην καρδιά σου πως είναι προτιμότερο να μου γράφεις εδώ, στη μοναξιά της φυλακής μου, παρά να δημοσιεύεις γράμματά μου χωρίς να μου ζητάς την άδεια ή να μου αφιερώνεις ποιήματα χωρίς να με ρωτάς, μ’ όλο που ο κόσμος δε θα μάθει ποτέ τι λόγια πικρίας ή πάθους, τύψης ή αδιαφορίας, θα διάλεγες για να μου τα στείλεις σαν απάντηση ή σαν έκκληση.[...] [...]Πρέπει να διαβάσεις αυτό το γράμμα πέρα για πέρα, ακόμα κι αν η κάθε του λέξη μπορεί να γίνει για σένα φλόγα ή νυστέρι, που κάνει τη λεπτή σάρκα να καίγεται ή να ματώνει. Θυμήσου πως άλλο είναι να ‘σαι μωρός στα μάτια των θεών και άλλο μωρός στα μάτια των ανθρώπων. [...] [...]Μην ξεχνάς ακόμα πως όσο δυστυχισμένος κι αν νιώθεις διαβάζοντας το γράμμα μου, εγώ νιώθω ακόμα πιο δυστυχισμένος, γράφοντάς το. [...] [...] θα αρχίσω λέγοντάς σου πως κατακρίνω φοβερά τον εαυτό μου. Τώρα, καθώς κάθομαι εδώ, σ’ αυτό το σκοτεινό κελί, ντυμένος τη στολή του κατάδικου, ένας άνθρωπος ατιμασμένος και κατεστραμμένος, τον εαυτό μου κατηγορώ. Τις ταραγμένες και σπαραχτικές νύχτες της αγωνίας, τις μακρόσυρτες, μονότονες μέρες του πόνου, τον εαυτό μου κατηγορώ. Κατηγορώ τον εαυτό μου, γιατί επέτρεψε σε μια μη πνευματική φιλία, μια φιλία που ο πρωταρχικός της σκοπός δεν ήταν η δημιουργία και η ενατένιση ωραίων πραγμάτων, να κυριαρχήσει ολότελα στη ζωή μου. Απ’ την πρώτη στιγμή υπήρχε πάρα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσά μας. [....] [...]Η ανάμνηση της φιλίας μας είναι η σκιά που μ’ ακολουθεί εδώ πέρα. Έχω την εντύπωση πως δε μ’ εγκαταλείπει ποτέ. Αυτή με ξυπνάει τη νύχτα, για να μου πει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά, ώσπου η κουραστική της επανάληψη με κάνει και χάνω τον ύπνο μου ως τα χαράματα, για να ξαναρχίσει και πάλι τα χαράματα. Μ’ ακολουθεί στην αυλή της φυλακής και με κάνει να μονολογώ, καθώς περπατάω βαριά γύρω γύρω. Μ’ αναγκάζει ν’ αναπολώ κάθε λεπτομέρεια που συνόδευε κάθε φριχτή στιγμή. Δεν υπάρχει τίποτα, απ’ ό,τι έγινε στα άθλια εκείνα χρόνια, που να μην μπορώ να το αναπαραστήσω στο θάλαμο εκείνο του εγκεφάλου μου, που παραχωρήθηκε στον πόνο και την απελπισία. Κάθε βιασμένη νότα της φωνής σου, κάθε σύσπαση και κίνηση των νευρικών χεριών σου, κάθε πικρή λέξη, κάθε φαρμακερή φράση, ξανάρχεται στη μνήμη μου. Θυμάμαι κάθε δρομάκι της πολιτείας ή το ποτάμι που στις όχθες του περπατήσαμε μαζί, τους τοίχους ή το δάσος που είχαμε γύρω μας, σε ποια νούμερα του καντράν ήταν οι δείκτες του ρολογιού, ποιο δρόμο τραβούσαν τα φτερά του ανέμου, το σχήμα και το χρώμα του φεγγαριού. [...] [...]Σου έγραψα τώρα, και πολύ διεξοδικά μάλιστα, για να καταλάβεις τι ήσουνα για μένα πριν απ’ τη φυλάκισή μου, εκείνα τα τρία χρόνια της μοιραίας φιλίας. Τι ήσουνα για μένα στη διάρκεια της φυλάκισής μου, που σε δύο φεγγάρια θα φτάσει σχεδόν στο τέλος της. Και τι ελπίζω να γίνω για τον εαυτό μου και για τους άλλους, όταν η φυλάκισή μου θα τελειώσει. Δεν μπορώ να διορθώσω το γράμμα μου ή να το ξαναγράψω. Πρέπει να το πάρεις όπως είναι, μουτζουρωμένο σε πολλά σημεία απ’ τα δάκρυα, σ’ άλλα από σημάδια πάθους ή πόνου και να το καταλάβεις όσο καλύτερα μπορείς μέσα απ’ τις μουτζούρες, τις διορθώσεις και ό,τι άλλο. Όσο για τις διορθώσεις-και τα σβησίματα-τις έκανα για να εκφράσουν οι λέξεις με απόλυτη ακρίβεια τις σκέψεις μου και να μη λαθεύουν ούτε με την υπερβολή ούτε με την ανεπάρκεια. Η γλώσσα πρέπει να κουρντίζεται σαν ένα βιολί και ακριβώς όπως οι υπερβολικά πολλές ή υπερβολικά λίγες παλμικές δονήσεις στη φωνή ενός τραγουδιστή ή στη χορδή ενός οργάνου κάνουν τη νότα φάλτσα, έτσι και το υπερβολικά πολύ ή το υπερβολικά λίγο, στις λέξεις μπορεί να χαλάσει το μήνυμα. [..] ο στοργικός σου φίλος ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΪΛΝΤ»


Το μονόγραμμα


Θά πενθώ πάντα -- μ'ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο


Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ'άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν'ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ'τίς ξερολιθιές,πίσω άπ'τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ'αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ'έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ'αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ καί σ'αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν'αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο
Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ'ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.


ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ'ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ'ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ'ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ'ακούς
Είμ'εγώ,μ'ακούς
Σ'αγαπώ,μ'ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ'ακούς
Πού μ'αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ'ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ'τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά'ρθει μέρα,μ'ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ'ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν'ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ'ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ'ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ'ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ'ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ'ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ'ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ'ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς,μ'ακούς
Σ'άλλη γή,σ'άλλο αστέρι,μ'ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ'ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ'ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ'ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ'ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ'ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω,μ'ακούς
Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,μ'ακούς.


V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ'αντάρτες απόμαχους
Από τί νά'ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά'ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ'αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ'όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ'άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν'όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ'αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές'απ'τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ'έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν'ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ'άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ'εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ'ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ'άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...

ΟδυσσέαςΕλύτης