CLICK HERE FOR BLOGGER TEMPLATES AND MYSPACE LAYOUTS »


ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


Αυτοί που σας κλέψαν το βιβλίο
που είταν τυλιγμένο στις φασκιές σας,
σας μέμφονται που εμείνατ’ αγράμματοι.
Εσείς,
στο ρείθρο καθισμένοι του δρόμου
ή στον τόρνο,
με τα μουτζουρωμένα πιάνετε τα χέρια
και κόβετε μπουκιές να φάτε το ψωμί σας,
δίνοντάς τους και πάλι αφορμή για να σας ψέξουν
πως αγνοείτε τους λεπτούς εκείνους τρόπους
που επιτάσσει το να τρως το φαγητό σου
καθιστός στο τραπέζι.


BERTOLT BRECHT


ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΝΕΙ, ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ


Σπίτι του όποιος μένει, όταν αρχίζει ο αγώνας
κι αφήνει άλλους για την υπόθεσή του να παλέψουν,
πρέπει να ξέρει (για νά ’ναι προετοιμασμένος) ότι
όποιος δεν επήρε μέρος στον αγώνα
την ήττα αναγκαστικά θα μοιραστεί στο τέλος.
Και κάτι άλλο: ουδέποτε εν τέλει
αποφεύγει τον αγώνα
όποιος θέλει τον αγώνα ν’ αποφύγει –
καθώς
για του εχθρού του την υπόθεση θά ’χει παλέψει
όποιος για τη δική του δεν επάλεψε υπόθεση.


BERTOLT BRECHT



Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΕΣΕΝΑ


Τα χιλιόμετρα
απέκτησαν πόδια
τα εφτά μίλια
μπότες φόρεσαν
Οι μπότες όλες τρέχουν
προς εσένα

Θέλω ξωπίσω τους να τρέξω
μα να που η καρδιά μου σκοντάφτει
πάνω στο σκαλιστό μου μπαστούνι
και χοροπηδά
και χοροπηδά ξέπνοη
σ’ όλο το δρόμο ώσπου να σε φτάσει

Μετά από κάθε σάλτο
στην πραγματικότητα πέφτει απάνω
(έτσι κι εγώ κάθε τόσο
έπεφτα σχεδόν
στον κήπο σου
στην προσπάθεια τα σκαλιά σου ν’ ανέβω)

Κάθε φορά που πέφτει
χτύπο αναδίνει
όμοιο με αυτόν του μπαστουνιού πάνω στη σκάλα
Ακούς το χτύπο του;
Ακούς την καρδιά μου που χτυπάει
δυνατότερα κι από αυτό ακόμα το μπαστούνι;


ERICH FRIED



ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ


Τα ουράνια τα μεταξωτά τα χιλιοπλουμισμένα

που ’ναι με μάλαμα από φως κι ασήμι δουλεμένα,
τα γαλάζια τα διάφανα και τα βαθιά βαμμένα
με φως, με νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τά ’χα ωστόσο,
θά ’θελακάτω απ’ τα δυό σου πόδια να τ’ απλώσω.
Μα είμαι φτωχζός και δεμ κατέχω τι άλλο απ’ τα όνειρά μου,
για να διαβαίνεις τα’ άπλωσα, στα πόδια σου, Κυρά μου.
Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου.



WILLIAM BUTLER YEATS


ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ


Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.

Πετούν και μας καλούν
με τις κραυγές τους
απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.

Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.

Θα ’ρθεί μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ’ τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.


Κατ' ουσίαν πρόκειται για μετάφραση ενός ρωσσικού τραγουδιού. Στα ελληνικά το είχε τραγουδήσει η Μαργαρίτα Ζορμπαλά.


ΛΗΘΗ


Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. 'Οντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουππο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νά ’ναι

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση~
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
ά στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

'Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.


ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ


ΕΛΕΓΕΙΑ

(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.)

ΘΕΛΩ κλαίγοντας νά ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.

Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες

μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.

Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.

Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.

Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.

Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.

Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.

Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.

Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.

Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.

Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου

αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.

Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.

Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.

Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.



Μετάφραση: Γιώργος Μίχος.
MIGUEL HERNÁNDEZ



ΩΔΗ

Να με, εδώ πέρα στους σπιθόβολους βράχους.
Ανάλαφρη πνοή
Του νέου καλοκαιριού απ’ τη γη ανεβαίνει
Σαν το ζεστόν αχνόν ωραίου δείπνου.
Στη σιγή συνηθίζω την καρδιά μου.
Δεν είναι, αλήθεια, δύσκολο πολύ –
Εδώ συνάζονται ξανά τα όσα διασκορπίστηκαν,
Γερμένο το κεφάλι, και τα χέρια
Αφήνονται ευπειθή.

Δεν είναι των οροσειρών η χαίτη –
Είναι το φέγγος του μετώπου σου
Που αντανακλούν όλα τα φύλλα.
Τον άνεμο βλέπω ν’ ανεμίζει
Το φόρεμά σου.
Και κάτω απ’ τα εύθραυστα φυλλώματα
Βλέπω την κόμη σου να γέρνει
Και ν’ αναβρύζουν τα γλυκά σου στήθη,
Κι όπως ο Ζίνβα ο ποταμός κυλά
Βλέπω ν’ αναπηδά
Πάνω σε βότσαλα λευκά και στρογγυλά
Στ’ άσπρα σου δόντια το φαντασμαγορικό χαμόγελό σου.

ΑΤΤΙΛΑ ΓΙΟΖΕΦ


Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.

Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε σ' τό 'χω πει ακόμα.

Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος


ΤΟ ΑΠΟΒΡΟΧΟ

Tη νύχτ' απόψε ― η θλίψη της μ' ανάστησε η τρανή,
τη θλίψι μας σα να είχε μελετήση―
τη νύχτ' απόψε ανοίξανε οι έβδομοι ουρανοί
και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση.

Στα σκοτεινά εξεχείλισαν των θλίψεων οι πηγές
και χύθηκαν οι κρατημένοι οι θρήνοι
κ' ελπίδα πια δεν έμεινε για νέες πάλι αυγές
τη νύχτα, που είπες η στερνή πως θα είχε μείνη.

Mα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή
και στη δροσιά του απόβροχου λουσμένη
σα θάμα νέο πεντοβολά κι αναγαλλιάζ' η γη,
όσ' ο χρυσός ο θρίαμβος του Ήλιου προβαίνει.

Στο μυριοθορυβούμενο κ' ηλιόβολο γιαλό
οι ναύτες τα πανιά των πλοίων ανοίγουν
και ιδές! φαντάζουν τ' άρμενα στο κύμα το ψηλό
πως πρίμα καρτερούνε τον καιρό να φύγουν.

Πώς μας πλανεύει το όνειρο της ευτυχίας ξανά
σαν να ήταν μια φορά να μας γελάση!
σε νέα ταξείδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά
τα κύματα, που ως να ήπιαν φως κ' έχουν χορτάση.

Kι αν τα κρατούνε οι άγκυρες τ' άρμενα εκεί στη γης
κι αν τα τιμόνια στη στεριά βγαλμένα,
κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής
κι ανατριχιάζουν τα φτερά τα διπλωμένα.

K' ήρθε κ' εστάθη η μια ψυχή σ' απόψηλη κορφή
και τις ζυγές φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας που τις λάβωσε ― ψυχή, πικρή αδερφή!
τ' αστροπελέκι το παλιό και το χαλάζι.


Από το βιβλίο: Ιωάννης Γρυπάρης, «Σκαραβαίοι και τερρακότες», Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, [1919].